σημειωμένο

σημειωμένο
işaretlenmiş

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έγγραμμος — ἔγγραμμος, ον (Α) (για μουσικό κείμενο) σημειωμένο με μουσικά σύμβολα …   Dictionary of Greek

  • αδελφοποιτός — Πρόσωπο που συνδέεται με άλλο με την αδελφοποίηση. Λέγονται και σταυραδερφοί σταυραδέρφια, βλάμηδες και μπουραζέρηδες, μπράτιμοι και αρκαντάσηδες κλπ. Κατά την εποχή της δράσης της Φιλικής Εταιρείας, α. ονόμαζαν τα αγράμματα μέλη της, που… …   Dictionary of Greek

  • χριστοσημείωτος — ον, Μ εκκλ. αυτός πάνω στον οποίο είναι σημειωμένο το σημείο τού Χριστού, ο σταυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + σημειωτός (< σημειῶ, ώνω)] …   Dictionary of Greek

  • βόλεϊ μπολ ή πετοσφαίριση — (volleyball). Αθλητικό αγώνισμα που παίζεται από δύο ομάδες, οι οποίες για να κερδίσουν πόντο πρέπει να πετάξουν την μπάλα από την άλλη πλευρά του φιλέ, έτσι ώστε αυτή να πέσει στο αντίπαλο γήπεδο αγγίζοντας το έδαφος ή αναγκάζοντας τους παίκτες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”